διαλελυμένως

διαλελυμένως
διαλελῠμένως, Adv., ([etym.] διαλύω)
A laxly, Arist.Pr.900a24.
II not in composition, Ath.15.676f; e.g. πόδας ὠκύς, as compared with ποδώκης, Eust.64.22.
b in an uncontracted form, e.g. χαλκέα, opp. χαλκῆ, Moer.414.
c without conjunctions, in asyndeton, Ph. 1.500.
III in conversational style, opp. ἐμμέτρως, Sch.Heph. p.115 C., cf. Sch.Ar.Eq.937.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαλελυμένως — επίρρ. (Α) βλ. διαλύω …   Dictionary of Greek

  • διαλελυμένως — laxly indeclform (adverb) διαλύω loose one from another perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”